χλομός

χλομός
-ή, -ό
1. ωχρός, κίτρινος.
2. καταφοβισμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χλομός — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ριζού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται …   Dictionary of Greek

  • χλομιάζω — και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν [χλομός /χλωμός] 1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του») 2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω 3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω …   Dictionary of Greek

  • Vassilis Steriadis — Infobox Writer name = Vassilis Steriadis imagesize = caption = birthdate = 1947 birthplace= nationality= Greek deathdate = 2003 deathplace= Athens spouse = children = occupation =poet, critic genre = period =1970 2002 influences = influenced =… …   Wikipedia

  • εκχλοιούμαι — ἐκχλοιοῡμαι ( όομαι) (Α) 1. χλωραίνομαι 2. γίνομαι χλομός, ωχρός («αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῡνται», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …   Dictionary of Greek

  • κατάχλομος — η, ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, η, ο 1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος 2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος …   Dictionary of Greek

  • κερώνω — [κερί] 1. επαλείφω με κερί, κηρώνω* 2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί 3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε») 3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή… …   Dictionary of Greek

  • κιτρινιάρης — α, ικο [κίτρινος] κίτρινος στην όψη, χλομός, ωχρός από αρρώστια ή από νοσηρή ιδιοσυγκρασία …   Dictionary of Greek

  • κιτρινοβαμμένος — η, ο κίτρινος, ωχρός, χλομός («εσκέπασε τα μάγουλα τα κιτρινοβαμμένα», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • λίφαιμος — λίφαιμος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πολύ αίμα, χλομός, ωχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιφ (< λιπο ) + αιμος (< αἷμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”